μέλλω

μέλλω
(ΑM μέλλω)
1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.)
2. (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε
πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να...
β) έμελλε
ήταν μοιραίο
γ) μέλλεται
είναι γραφτό, είναι πεπρωμένο
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μέλλων, -ουσα, -ον
μελλοντικός
4. (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. μέλλοντας και μέλλον
νεοελλ.
παροιμ. α) «όπου τού μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει» — εάν είναι μοιραίο να έχει κάποιος αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες
β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι είναι μοιραίο να πάθει κάποιος δεν μπορεί να τό αποφύγει
μσν.
αναμένω, περιμένω
μσν.-αρχ.
είμαι προορισμένος από τη μοίρα να πράξω ή να υποστώ κάτι («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῡ κοάξ», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οφείλω σύμφωνα με το δίκαιο να κάνω κάτι («καὶ λίην σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», Ομ. Οδ.)
2. (για δήλωση συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) συμπεραίνω ύστερα από σκέψη ότι θα γίνει κάτι (α. «μέλλω που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», Ομ. Ιλ.
β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε δαίμων», Ομ. Οδ.)
3. (για δήλωση μεγάλης πιθανότητας στο παρόν) νομίζω, υποθέτω, μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», Αριστοφ.)
4. χρονοτριβώ, αναβάλλω, καθυστερώ («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», Θουκ.)
5. φρ. α) «τί οὐ μέλλω;» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, πράγματι, τί νόμιζες; β) «μέλλων σφυγμός» — αραιός σφυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μέλλω ανάγεται πιθ. σε τ. *μελ-γο (< ΙΕ ρίζα *mel- «διστάζω, αργώ») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. prō-mellere «αναβάλλω μια δίκη» και αρχ. ιρλδ. mall «αργός, οκνηρός». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε *μέλος «φροντίδα», οπότε συνδέεται με την οικογένεια τού μέλω*. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. μολεῖν «έρχομαι», «πορεύομαι», ενώ είναι αμφίβολη και προβληματική η σύνδεση της με τη λ. μέλος και το λατ. molior «κινώ, παρακινώ». Η αρχική σημ. τού ρήματος είναι «προορίζομαι, προτίθεμαι», ενώ η τοποθέτηση τής πρόθεσης στο μέλλον και η μελλοντική χροιά που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους καθαρά εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η σημασία «διστάζω, αργώ» είναι υστερογενής.
ΠΑΡ. αρχ. μέλλημα, μέλλησις, μελλησμός, μελληστής, μελλητής, μελλώ
μσν.
μέλλησμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελλόγαμπρος, μελλόγαμος, μελλοθάνατος, μελλόνυμφος
αρχ.
μελλάρχων, μελλέβιος, μελλείρην, μελλέπταρμος, μελλέφηβος, μελλιέρη, μελλογραμματεύς, μελλογυμνασίαρχος, μελλοδειπνικός, μελλολέων, μελλονικιώ, μελλονυμφίος, μελλόπαις, μελλόπλουτος, μελλόποσις, μελλοπρόεδρος, μελλοπρύτανις, μελλοφωτιστής, μελλυμέναιος
μσν.
μελλοβασιλεύς, μελλοκυρία, μελλοπατρίκιος, μελλοπεθερά, μελλοφανής. (Β' συνθετικό) αρχ. αντεπιμέλλω, αντιμέλλω, διαμέλλω, καταμέλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελλώ — μελλώ, οῡς, ἡ (Α) βραδύτητα, αργοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. ώ (πρβλ. λεχ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • μέλλω — to be destined pres subj act 1st sg μέλλω to be destined pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλω — πρτ. έμελλα, μτχ. μέσ. ενεστ. μελλούμενος 1. σκοπεύω, πρόκειται να: Δεν ξέρω τι μέλλει να συμβεί. 2. το ουδ. της μτχ., στον πληθ., τα μελλούμενα τα μέλλοντα, τα κατοπινά: Ισχυρίζεται ότι προβλέπει τα μελλούμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελλώ — μέλλησις being about to do fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλετον — μέλλω to be destined pres imperat act 2nd dual μέλλω to be destined pres ind act 3rd dual μέλλω to be destined pres ind act 2nd dual μέλλω to be destined imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλον — μέλλω to be destined pres part act masc voc sg μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg μέλλω to be destined imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλλω to be destined imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλήσουσι — μέλλω to be destined aor subj act 3rd pl (epic) μέλλω to be destined fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μέλλω to be destined fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλήσουσιν — μέλλω to be destined aor subj act 3rd pl (epic) μέλλω to be destined fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μέλλω to be destined fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλήσω — μέλλω to be destined aor subj act 1st sg μέλλω to be destined fut ind act 1st sg μέλλω to be destined aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλετε — μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλω to be destined imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”